δεματιά

δεματιά
η
δέμα, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεμάτι + (κατάλ.) -ιά*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεμάτια — δεμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • δεματιάζω — ιασα, δεματιασμένος, κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δεμάτια: Πρέπει να δεματιάσουμε τα ξύλα, για να μπορέσουμε να τα αποθηκεύσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδαγωγός — ἀγκαλιδαγωγός, όν (Α) (για ζώα) αυτός που μεταφέρει αγκαλίδες, δεμάτια ή φορτίο γενικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + ἀγωγός] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδοπώλης — ἀγκαλιδοπώλης, ο (Μ) αυτός που πουλάει αγκαλίδες, δεμάτια με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμαλλείον — ἀμαλλεῖον, το (AM) [ἄμαλλα] σχοινί ή ταινία, με τα οποία δένουν δεμάτια σταχυών (χερόβολα) …   Dictionary of Greek

  • αμαλλοδετήρ — ἀμαλλοδετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δετήρ < δῶ ( έω) «δένω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”